- ισομορφία
- η1. ομοιότητα στη μορφή, ομοιομορφία2. (ορυκτ.) φαινόμενο κατά το οποίο ουσίες με ανάλογη χημική σύσταση παρουσιάζουν τις ίδιες περίπου κρυσταλλογραφικές σταθερές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… … Dictionary of Greek